Esemény στα ελληνικά

Μετάφραση: esemény, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεισόδιο, συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει
Esemény στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • esedékes στα ελληνικά - ωριμάζω, ώριμος, μεστός, μεστώνω, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, ...
  • esedékesség στα ελληνικά - ωριμότητα, λήξη, τη λήξη, ωριμότητας, ληκτότητα
  • eseménytelen στα ελληνικά - ήσυχος, ομαλή, αδιατάρακτο, αδιατάρακτη, αδιατάρακτες
  • esetenkénti στα ελληνικά - σποραδικός, Περιστασιακή, Περιστασιακές, έκτακτες, Occasional, Περιστασιακά
Τυχαίες λέξεις
Esemény στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεισόδιο, συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει