Függvényváltozó στα ελληνικά

Μετάφραση: függvényváltozó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταβλητός, μεταβλητή λειτουργία
Függvényváltozó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • függetlenség στα ελληνικά - ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
  • függvény στα ελληνικά - λειτουργώ, δεξίωση, λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
  • függvényábra στα ελληνικά - καμπυλώνω, καμπύλη, κυρτώνω, Σχήμα, Εικόνα, Το Σχήμα, Η Εικόνα, ...
  • függöny στα ελληνικά - κουρτίνα, αυλαία, κουρτίνας, παραπέτασμα, κουρτινών
Τυχαίες λέξεις
Függvényváltozó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταβλητός, μεταβλητή λειτουργία