Fedélzetívelés στα ελληνικά
Μετάφραση: fedélzetívelés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απότομος, απόκρημνος, καθαρός
Μεταφράσεις
- fedélzet στα ελληνικά - εξέδρα, πλατφόρμα, κατάστρωμα, καταστρώματος, τράπουλα, γέφυρα, θάλαμο
- fedélzetív στα ελληνικά - απότομος, καθαρός, απόκρημνος
- fedés στα ελληνικά - κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
- fegyelem στα ελληνικά - πειθαρχώ, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Τυχαίες λέξεις
Fedélzetívelés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απότομος, απόκρημνος, καθαρός
Μεταφράσεις: απότομος, απόκρημνος, καθαρός