Λέξη: ενδυμασία

Σχετικές λέξεις: ενδυμασία

ενδυμασία και μόδα, ενδυμασία συνώνυμα, ενδυμασία έκθεση α λυκείου, ενδυμασία στην αρχαία ελλάδα, ενδυμασία 80's, ενδυμασία βυζαντινών, ενδυμασία δικηγόρων κύπρος, ενδυμασία στο βυζάντιο, ενδυμασία αρχαίων ελλήνων, ενδυμασία μόδα

Συνώνυμα: ενδυμασία

ένδυμα, γρανάζι, ταχύτητα αυτοκίνητου, οδοντωτός τροχός, μηχανισμός, αποσκευή, κοστούμι, στολή, αγωγή, σειρά, ταγέρ, φόρεμα, φουστάνι, πρόσχημα, εξωτερικό παρουσιαστικό, όψη, ήθος, συνήθεια, ιματισμός, μαγιό, περιβολή, ενδύματα, κουστούμι

Μεταφράσεις: ενδυμασία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
costume, attire, dress, suit, garb
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atuendo, indumentaria, vestimenta, el traje, atuendo de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anzug, Kleidung, bekleiden, Bekleidung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
habit, tenue, costume, accoutrement, vêtements, vêtement, tenue vestimentaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costume, vestito, abbigliamento, abito, abiti, abbigliamento di, l'abbigliamento
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
veste, traje, costume, vestuário, attire, trajes, vestuário do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kostuum, gewaad, klederdracht, dracht, pak, kleding, kledij, attire, kledij van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наряд, платье, одежда, бижутерия, костюм, одежды, одеяние, Стиль одежды, повседневной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drakt, kostyme, antrekk, påkledning, antrekket
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kostym, klädsel, dräkt, kläder, dress
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaateparsi, puku, pukea, attire, vaatetusta, asuun
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
påklædning, tøj, dragt, iført, klædedragt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úbor, kroj, kostým, oděv, oblečení, oděvu, odívat, roucho
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
strój, kostium, garsonka, ubiór, odzież, attire, stroje
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jelmez, ruha, ruházat, viselet, viseletben, öltözékben, öltözék
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kostüm, giydirmek, kıyafetleri, elbiseleri, kıyafet, attire
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
костюм, наряд, вбрання, убрання
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veshje, brezin e, veshje të, veshje e, veshjen
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
облекло, дрехи, облеклото, облекла, одежди
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарнiтур, нарад, ўбор, убор, ўбранне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kostüüm, riietus, attire, riietuse, rõivastus, riided
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kostim, nošnja, ruho, odjeće, odjeća, ruhu, odijelo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
búningur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drabužiai, drabužiui, Rūbas, attire, Odzienie
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kostīms, attire, tērps, apģērbs, tērpi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
облека, одежда, фустани, облека на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
costum, ținută, tinuta, îmbrăcăminte, þinutei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obleko, Nošnja, attire, Kititi, oblačilo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kostým, odev, oblečenie, odevy, odevu

Στατιστικά δημοτικότητας: ενδυμασία

Τυχαίες λέξεις