Fiú στα ελληνικά

Μετάφραση: fiú, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγόρι, αγοριού, παιδί, αγόρι που, το αγόρι
Fiú στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fiziológia στα ελληνικά - φυσιολογία, φυσιολογίας, τη φυσιολογία, της φυσιολογίας, η φυσιολογία
  • fiók στα ελληνικά - συρτάρι, λογαριασμός, λογαριασμού, Λογαριασμό, Ο λογαριασμός, Λογαριασμος
  • fiús στα ελληνικά - αγορίστικός, παιδαριώδης, παιδικός, αγορίστικο, αγορίστικη, αγορίστικες
  • fiútestvér στα ελληνικά - αδερφός, αδελφός, αδελφό, τον αδελφό, ο αδελφός
Τυχαίες λέξεις
Fiú στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγόρι, αγοριού, παιδί, αγόρι που, το αγόρι