Λέξη: επωδός

Σχετικές λέξεις: επωδός

επωδός ετυμολογια, επωδός συνώνυμο

Συνώνυμα: επωδός

ρεφραίν

Μεταφράσεις: επωδός

επωδός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
refrain, mantra, refrain of

επωδός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estribillo, abstenerse, abstengan, se abstengan, abstendrán, abstenga

επωδός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kehrreim, refrain, Refrain, verzichten, unterlassen, lassen, zu unterlassen

επωδός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
refrain, s'abstenir, arrêter, retenir, s'abstenir de, se abstenir, abstenir, ne pas, abstiennent

επωδός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ritornello, ritenere, astenersi, astengono, rinunciare, astiene, si astengono

επωδός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refrão, refrear, evitar, se abster

επωδός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zich onthouden, refrein, onthouden, afzien, onthouden zich

επωδός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удерживаться, сдерживаться, воздерживаться, рефрен, содержаться, воздержаться, сдерживать, припев, удержаться, удерживать, обуздывать, воздержитесь, не делайте

επωδός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
refreng, avstå, la være, avstår, unnlate, å avstå

επωδός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
refräng, avstå, avhålla sig, avstår, avhålla, att avstå

επωδός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kertosäe, laannuttaa, pidättyä, pidättäydyttävä, pidättäytymään, pidättymään, pidättäytyä

επωδός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afstå, afholde sig, undlade, afholde, undlade at

επωδός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdržet, zdržet se, upustit, zdržely, zdrží

επωδός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wystrzegać, powstrzymywać, powstrzymać, refren, wstrzymać, powstrzymania, powstrzymanie, powstrzymać się, powstrzymania się

επωδός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tartózkodnak, tartózkodik, tartózkodni, tartózkodjon, tartózkodjanak

επωδός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaçınmak, kaçınmaya, kaçınmalıdır, kaçınmaları, imtina

επωδός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заповзяття, норовистість, завзятість, завзяття, утримуватися, утримуватись, утриматися, втримуватися, стримуватися

επωδός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përmbahem, përmbahen, mos, të përmbahen, përmbahet

επωδός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
припев, въздържам, въздържат, се въздържат, въздържа, се въздържа

επωδός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
устрымлівацца, ўстрымлівацца, ўстрымоўвацца, ўстрымацца, устрымацца

επωδός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hoiduma, refrään, hoiduda, loobuda, jätta, loobuma

επωδός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
refren, pripjev, obuzdati, uzdržati se, suzdržati, suzdrže, se suzdrže

επωδός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forðast, forðast að, að forðast, hafa ekki, láta vera

επωδός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
refrenas, priedainis, susilaikyti, susilaiko, atsisakyti, susilaikytų, nesiima

επωδός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
refrēns, piedziedājums, atturēties, atturas, jāatturas, atteikties, atturētos

επωδός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воздржат, воздржи, се воздржат, се воздржи, воздржуваат

επωδός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
refren, abține, abțină, se abțină, abțină de, se abțină de

επωδός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
refrén, vzdržati, vzdržijo, vzdrži, se vzdržijo, opustijo

επωδός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
refrén, zdržať, vyhnúť, zdržať sa, upustiť, vyhýbať
Τυχαίες λέξεις