Hon στα ελληνικά

Μετάφραση: hon, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπίτι, Hon, γλυκέ μου, επίτιμος, γλυκέ, ομ
Hon στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • homályos στα ελληνικά - μουχρός, ασαφές, ασαφής, ασαφείς, ασαφή, σαφές
  • homár στα ελληνικά - αστακός, αστακό, αστακού, αστακών, τον αστακό
  • honfitárs στα ελληνικά - συμπατριώτης, συμπατριώτη, τον συμπατριώτη, ο συμπατριώτης, συμπατριώτη του
  • honorárium στα ελληνικά - αμοιβή, τιμάριο, δίδακτρα, τέλη, τέλος, τέλους, χρέωση
Τυχαίες λέξεις
Hon στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπίτι, Hon, γλυκέ μου, επίτιμος, γλυκέ, ομ