Λέξη: ωθώ
Σχετικές λέξεις: ωθώ
καθώς συνώνυμα, ωθώ english, ωθώ συνώνυμα, ωθώ λεξικο, ωθώ στα αγγλικά
Συνώνυμα: ωθώ
σπρώχνω, ζορίζω, παρακινώ, παροτρύνω, αναγκάζω, εμπήγω, τρυπώ, θέτω σε κίνηση, μεταδίνω κίνηση, θέτω στην κίνησιν, ενεργώ ως ελατήριο, κινώ
Μεταφράσεις: ωθώ
ωθώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prompt, push, shove, impel, thrust, actuate
ωθώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pronto, soplar, inmediato, empujar, empuje, de empuje, impulso, empujón
ωθώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anforderungszeichen, bedienerhinweis, eingabeaufforderung, anzeige, eilig, unmittelbar, motivieren, drücken, Druck, Push, Schub
ωθώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
preste, souffler, ponctuel, vite, pousser, prompt, ranimer, rapide, animer, poussoir, poussée, pression, bouton
ωθώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sollecito, pronto, immediato, suggerire, spingere, spinta, pressione, di spinta, premere
ωθώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
promova, alerta, imediato, pronto, promover, empurre, impulso, empurrão, empurrar, pressão
ωθώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nauwgezet, onmiddellijk, nauwkeurig, prompt, accuraat, duw, duwen, druk, drukknop, push
ωθώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подсказка, подсказывать, расторопный, толкать, натолкнуть, прыткий, срочный, быстро, исполнительный, непосредственный, проворный, вызывать, немедленный, внушать, побуждать, скорый, от себя, толчок, кнопка, нажатие, нажатием
ωθώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
umiddelbar, Push, presse, trykk
ωθώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omedelbar, snar, tryck, trycka
ωθώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saada, täsmällinen, lähin, välitön, ajaa, muistutus, ripeä, työntö, työntää, push, paina
ωθώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skub, tryk, skubbe, tryk og
ωθώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
okamžitý, podnítit, napovědět, pobídnout, nabádat, podněcovat, rychlý, hbitý, tlačit, postrčením, Push, stisk, tlak
ωθώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ożywić, rychły, suflować, monit, monitować, ożywiać, bezzwłoczny, zdecydowany, śpieszny, gotowy, pytajnik, podpowiadać, natychmiastowy, spieszny, niezwłoczny, szybki, pchnięcie, naciskać, przyciśnięcie, nacisk, Push
ωθώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
súgás, haladéktalan, lökés, nyomja, tolja, nyomógomb, lökést
ωθώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
it, itme, basma, basmalı, Push
ωθώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сприяння, від себе, од себе
ωθώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtytje, push, shtytje e, shtytje të, të shtyjë
ωθώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тласък, натискане, натиснете, натиск, Пряк
ωθώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штурхаць, ад сябе
ωθώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lükkama, tõuge, push, tõuke, lükke
ωθώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
guranje, gurati, Pritisni, pritisak, pritiskom
ωθώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ýta, ýta á, að ýta
ωθώ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
promptus
ωθώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stumti, push, impulsas, postūmis, stūmimo
ωθώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grūdiens, push, spiediet, stumtu, stimuls
ωθώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
притисни, притискање, мотив, притискање на, им помогнам на
ωθώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prompt, apăsați, apăsare, împinge, împingere, Apasă
ωθώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potisni, Pritisni, Push, potiskanje, Pritisni in
ωθώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
okamžitý, tlačiť, tlačit
Τυχαίες λέξεις