Incidens στα ελληνικά
Μετάφραση: incidens, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστατικό, επεισόδιο, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inadekvát στα ελληνικά - ανεπαρκής, ανεπαρκή, ανεπαρκείς, ανεπαρκούς, ανεπαρκές
- inaktív στα ελληνικά - αδρανής, ανενεργό, ανενεργή, ανενεργά, ανενεργός
- incselkedés στα ελληνικά - πειράγματα, πείραγμα, teasing, παρενοχλώντας, τα πειράγματα
- inda στα ελληνικά - ψαλίδα, κληματίδα, tendril, έλικας, βλαστό
Τυχαίες λέξεις
Incidens στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστατικό, επεισόδιο, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού
Μεταφράσεις: περιστατικό, επεισόδιο, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού