Kéménysor στα ελληνικά

Μετάφραση: kéménysor, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιβάδα, σωρός
Kéménysor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kémlelés στα ελληνικά - εμβάθυνση, κατασκόπευση
  • kéménysisak στα ελληνικά - καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, καπνοδόχο, καπνοδόχων
  • kéménytoldat στα ελληνικά - πρωτεύουσα, καλύπτρες, κουκούλες, κεφαλές, Οι καλύπτρες
  • kénsav στα ελληνικά - θειικό οξύ, θειικού οξέος, θειικού οξέως, το θειικό οξύ, θειϊκό οξύ
Τυχαίες λέξεις
Kéménysor στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιβάδα, σωρός