Kézbesítés στα ελληνικά

Μετάφραση: kézbesítés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σέρβις, υπηρεσία, εξυπηρέτηση, ρουσφέτι, διανομή, παράδοση, παράδοσης, παροχής, παροχή
Kézbesítés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kéttagú στα ελληνικά - διωνυμικό
  • kéve στα ελληνικά - δεμάτι, δέσμη, δέσμην φύλλων, sheaf, χειρόβολο
  • kézbilincs στα ελληνικά - χειροπέδες, τις χειροπέδες, χειροπεδών, χειροπέδες που, χειροπέδων
  • kézfej στα ελληνικά - παραδίνω, δείκτης, δίνω, χέρι, χέρια, Τα χέρια, hands, ...
Τυχαίες λέξεις
Kézbesítés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σέρβις, υπηρεσία, εξυπηρέτηση, ρουσφέτι, διανομή, παράδοση, παράδοσης, παροχής, παροχή