Követés στα ελληνικά

Μετάφραση: követés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακολούθηση, ακολουθία, οπαδοί, παρακολούθησης, εντοπισμού, εντοπισμό, καταδίωξη
Követés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • következés στα ελληνικά - σειρά, διαδοχή, συνεπώς, κατά συνέπεια, επομένως
  • következésképpen στα ελληνικά - μεταγενέστερα, κατόπιν, συνεπώς, κατά συνέπεια, επομένως
  • kövér στα ελληνικά - παχουλός, τροφαντός, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
  • kövérkés στα ελληνικά - γεμάτος, ολικός, μεστός, πλήρης, κοντόχονδρος
Τυχαίες λέξεις
Követés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακολούθηση, ακολουθία, οπαδοί, παρακολούθησης, εντοπισμού, εντοπισμό, καταδίωξη