Különös στα ελληνικά

Μετάφραση: különös, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αραβούργημα, ειδικότερα, ιδίως, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως το
Különös στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • különélés στα ελληνικά - διαχωρισμός, χωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, χωρισμού
  • különítmény στα ελληνικά - παλούκι, καταδρομέας, Commando, κομάντο, καταδρομέων, καταδρομών
  • különösség στα ελληνικά - εκκεντρικό, εκκεντρικών, offbeat, εκκεντρικά
  • künn στα ελληνικά - χωρίς, άνευ, τηρών, σταθερός, αμετάβλητος, μένων, μόνιμος
Τυχαίες λέξεις
Különös στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αραβούργημα, ειδικότερα, ιδίως, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως το