Λέξη: ρόμβος
Σχετικές λέξεις: ρόμβος
ρόμβος τέος, ρόμβος ιωάννινα, ρόμβος αγγλικά, ρόμβος φροντιστήριο, ρόμβος σχήμα, ρόμβος κλίμα, ρόμβος ιδιότητες, ρόμβος χανιά, ρόμβος ορισμός
Συνώνυμα: ρόμβος
παστίλια, καραμέλλα
Μεταφράσεις: ρόμβος
ρόμβος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rhombus, lozenge, rhomb, diamond, a rhombus
ρόμβος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rombo, Rhombus, del Rhombus, rombos, de rombo
ρόμβος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rhombus, raute, Rhombus, Raute, Rauten
ρόμβος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
losange, rhombe, rhombus, losanges, rhodos
ρόμβος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rombo, rhombus, del rhombus, rombi, romboidale
ρόμβος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
losango, rombo, rhombus, do rhombus, rhombus do
ρόμβος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tarbot, griet, ruit, Rhombus, rombus, van de ruit, de Ruit
ρόμβος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ромб, ромба, ромбом, ромбами, ромбический
ρόμβος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rombe, Rhombus, Rhombus Fant, romben, Rhombus har
ρόμβος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
romb, Rhombus, rhombusen, romben, romb som
ρόμβος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vinoneliö, Rhombus, vinoneliön, vinoneliöksi
ρόμβος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rhombus, rombe, rhombe, romben
ρόμβος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kosočtverec, Rhombus, Kosočtvercová, Rhombus je, káro
ρόμβος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
romb, rhombus, rombu, rombem, rombowe
ρόμβος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rombusz, rhombus, rombuszt, rombuszra, a rombusz
ρόμβος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eşkenar dörtgen, rhombus, eş kenar dörtgen, eşkenar dörtgen şeklinde, eşkenar
ρόμβος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ромб
ρόμβος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
romb
ρόμβος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ромб, Rhombus, ромбове, Rhombus се
ρόμβος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ромб
ρόμβος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
romb, rhombus
ρόμβος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
romb, romboidni
ρόμβος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tígull
ρόμβος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rombas, rhombus
ρόμβος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rombs, rhombus, romba
ρόμβος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ромб, ромб ја
ρόμβος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
romb, rhombus, romburi, semn rombic
ρόμβος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
romb, rhombus
ρόμβος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kosoštvorec, Diamond, kosočtverec, diamant
Στατιστικά δημοτικότητας: ρόμβος
Τυχαίες λέξεις