Λέξη: ρύζι

Σχετικές λέξεις: ρύζι

ρύζι με γαρίδες, ρύζι πιλάφι, ρύζι για γεμιστά, ρύζι με θαλασσινά, ρύζι με λαχανικά, ρύζι καρολίνα, ρύζι συνταγή, ρύζι με μανιτάρια, ρύζι θερμίδες, ρύζι με κάρυ, καλαμαράκια με ρύζι, γεμιστά, γεμιστά με ρύζι, ρύζι συνταγές, κοτόπουλο με ρύζι, σουπιες, σουπιες με ρύζι, συνταγές με ρύζι, καλαμαρακια με ρύζι

Συνώνυμα: ρύζι

όρυζα, αναποφλοίωτο ρύζι

Μεταφράσεις: ρύζι

ρύζι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rice, of rice, rice is

ρύζι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arroz, de arroz, el arroz, del arroz, arroz de

ρύζι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reis, Reis, rice

ρύζι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
scion, riz, le riz, du riz, de riz

ρύζι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riso, di riso, il riso, del riso

ρύζι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arroz, fita, de arroz, do arroz, o arroz, arroz de

ρύζι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rijst, rijst van, van rijst, rijst-

ρύζι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рис, риса, рисом, рисовая, рисовый

ρύζι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ris, risen, rice

ρύζι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ris, riset, ris med, ris som, rice

ρύζι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riisi, riisin, riisiä, riisialan, riisinjyvien

ρύζι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ris, ris med, rissektoren

ρύζι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rýže, rýži, rýží, rýžový, rýžové

ρύζι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ryż, ryżowy, ryżu, rice, ry

ρύζι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rizs, rizst, a rizs, rizsre, rizzsel

ρύζι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çeltik, pirinç, pilav, rice, pirinci

ρύζι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пухлий, пухкий, рис, мал

ρύζι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oriz, Rajs, Rice, orizi, me oriz

ρύζι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рис, ориз, ориза, на ориз, ориз с

ρύζι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мал, рыс

ρύζι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riis, riisi, riisist, riisiga, riisi-

ρύζι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
riža, riže, rižu, rižin, rižino

ρύζι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrísgrjón, hrísgrjónum

ρύζι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
oryza

ρύζι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ryžiai, ryžių, ryžius, ryžinis

ρύζι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rīss, rīsi, rīsu, rīsiem, rīsus

ρύζι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ориз, оризот, оризови, на ориз, оризова

ρύζι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
orez, de orez, orezului, orezul

ρύζι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
riž, riža, rice, rižev

ρύζι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ryža, ryže, ryžu

Στατιστικά δημοτικότητας: ρύζι

Τυχαίες λέξεις