Λέξη: ανεμιστήρας

Σχετικές λέξεις: ανεμιστήρας

ανεμιστήρας εξαερισμού, ανεμιστήρας 12v για το αυτοκίνητο, ανεμιστήρας οροφής primo, ανεμιστήρας χωρίς πτερύγια, ανεμιστήρας μπάνιου, ανεμιστήρας usb, ανεμιστήρας για λαπτοπ, ανεμιστήρας οροφής, ανεμιστήρας υπολογιστή, ανεμιστήρας καυσαερίων

Συνώνυμα: ανεμιστήρας

βενταλιά, θαυμαστής, θιασώτης, όμιλος θαυμαστών, φτερωτή

Μεταφράσεις: ανεμιστήρας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fan, fan is, blower, Ventilator, air fan
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entusiasta, abanico, abanicar, abanicarse, ventilador, fan, ventilador de, del ventilador
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
liebhaber, anhänger, gebläse, ventilator, fächer, lüfter, fan, Lüfter, Fan, Ventilator, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ventilateur, amateur, aérateur, éventer, aspirateur, éventail, partisan, fan, fans, ventilateur de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ventilatore, fan, ventola, del ventilatore, ventilatore a
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abanar, famoso, ventilador, ventoinha, fã, ventilador de, fan
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanvuren, ventilator, aanzetten, aanwakkeren, fan, ventilator van, de ventilator, waaier
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опахало, веер, лопасть, крыло, обмахиваться, фанат, вентилятор, раздувать, овеять, приверженец, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vifte, fan, fan av, viften
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fläkt, fan, fläkten, intresserad av
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
intoilija, lietsoa, tuuletin, fani, puhaltimen, tuulettimen, puhallin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ventilator, fan, fan af, ventilatoren, blæser
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ventilátor, větrák, vějíř, ovívat, milovník, fanouškem, ventilátoru, fanoušek, fan
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fan, dmuchawa, wentylator, suszarka, amator, wachlować, kibic, wachlarz, rozdymać, entuzjasta, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gabonarosta, drukker, ventilátor, rajongója, fan, rajongó, ventillátor
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fan, hayranı, fanı, hayranıyım
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обмахуватися, вентилятор, обмахувати, крило, вентилятори
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tifoz, tifoz i, fan, ventilatorit, admirues
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вентилатор, фен, вентилатора, на вентилатора, почитател
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вентылятар, вентылятарам, вентылятара
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lehvik, fänn, õhutama, ventilaator, ventilaatori, fan, ventilaatorit
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lepeza, ljubitelj, ventilator, navijač, obožavatelj, fan, ventilatora
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðdáandi, viftu, viftan
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ventiliatorius, ventiliatoriaus, gerbėjas, fan, ventiliatorių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ventilators, ventilatoru, ventilatora, fan, fanu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вентилатор, Навивач, вентилаторот, фан, обожавател
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ventilator, fan, ventilatorului, fan www.norc.ro
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ventilátor, fan, ventilator, ventilatorja, oboževalec, ljubitelj
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ventilátor, ventilátory, ventilátora

Στατιστικά δημοτικότητας: ανεμιστήρας

Τυχαίες λέξεις