Kihevülés στα ελληνικά

Μετάφραση: kihevülés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάμψη, φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι
Kihevülés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kihatás στα ελληνικά - σχέση, στάση, έδρανο, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, ...
  • kiherélés στα ελληνικά - ευνουχισμός, ευνούχισμα, ευνουχισμό, ευνουχισμού, ο ευνουχισμός
  • kihorgonyzás στα ελληνικά - δραστηριοποιούμαι, παλεύω, αρπάζομαι, αγκύρωσης, αγκύρωση, αγκυροβόληση, αγκυρώσεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Kihevülés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάμψη, φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι