Λέξη: κλάσμα
Σχετικές λέξεις: κλάσμα
κλάσμα εξώθησης φυσιολογικές τιμές, κλάσμα in english, κλάσμα εξώθησης καρδιάς, κλάσμα στα αγγλικά, κλάσμα ετυμολογία, κλάσμα μετάφραση στα αγγλικά, κλάσμα στο word, κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας, κλάσμα εξώθησης, κλάσμα εξωθήσεως
Μεταφράσεις: κλάσμα
κλάσμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fraction, fraction of, fragment, fraction was, aliquot
κλάσμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fracción, quebrado, fracción de, la fracción, la fracción de
κλάσμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stückchen, abteilung, bruchrechnung, bruch, bruchteil, fraktion, Fraktion, Bruchteil, Bruch
κλάσμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lot, cassure, portion, bout, partie, part, fraction, fragment, la fraction, fraction de, proportion, fractions
κλάσμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frazione, frazione di, frazioni
κλάσμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raposa, fração, fracção, fração de, fracção de, frac�o
κλάσμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breuk, fractie, deel, gedeelte
κλάσμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
осколок, крупица, частное, часть, разрыв, излом, перерыв, обломок, фракция, дробь, частица, доля, фракцию, фракции
κλάσμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brudd, brøkdel, fraksjon, brøk, fraksjonen
κλάσμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bråk, fraktion, bråkdel, fraktionen, del
κλάσμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jakaa, murtokehitelmä, murtoluku, jae, osa, fraktio, murto
κλάσμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fraktion, del, brøkdel, fraktionen
κλάσμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zlomek, podíl, úlomek, frakce, část, frakci
κλάσμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
frakcja, ułamek, część, drobina, frakcję, frakcji
κλάσμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törtrész, frakció, törtszám, tört, részpárlat, töredék, frakciót, töredéke
κλάσμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesir, fraksiyonu, fraksiyon, kısmı, kısım
κλάσμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переривши, перерву, фракція, осколок, роздвоєння, уламок, частка, доля, частина
κλάσμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fraksion, pjesë, pjesë e, fraksioni, fraksion i
κλάσμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доля, фракция, част, малка част, фракция на
κλάσμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
доля, дзель
κλάσμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
murd, murdosa, fraktsioon, osa, fraktsiooni, fraktsioonist
κλάσμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razlomak, dijeljenje, iznos, djelić, frakcija, dio, frakcije
κλάσμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brot, hluti, hlutinn, broti
κλάσμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trupmena, frakcija, dalis, frakcijos, frakciją
κλάσμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
daļa, frakcija, frakciju, daļu, frakcijas
κλάσμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дел
κλάσμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fracţie, fracțiune, fracție, fractiune, fracția, fracțiuni
κλάσμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
úlomek, podíl, zlomek, frakcija, delež, frakcije, frakcijo, del
κλάσμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zlomok
Στατιστικά δημοτικότητας: κλάσμα
Τυχαίες λέξεις