Λέξη: πανηγυρίζω

Σχετικές λέξεις: πανηγυρίζω

πανηγυρίζω που εχεις φυγει, πανηγυρίζω free download, πανηγυρίζω - γιώργος παπαδόπουλος lyrics, πανηγυρίζω youtube, πανηγυρίζω lyrics, πανηγυρίζω τραγουδι, πανηγυρίζω γιωργος παπαδοπουλος, πανηγυρίζω στα αγγλικα, πανηγυρίζω download, πανηγυρίζω στίχοι

Συνώνυμα: πανηγυρίζω

γιορτάζω, δοξολογώ, εορτάζω, εξυμνώ

Μεταφράσεις: πανηγυρίζω

πανηγυρίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rejoice, celebrate, celebrating

πανηγυρίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alegrarse, deleitar, celebrar, celebrar el, celebre, celebración, celebrar la

πανηγυρίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feiern, zu feiern, feiert, feiern sie, Feier

πανηγυρίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jubiler, exulter, réjouissent, réjouissons, réjouis, réjouir, réjouissez, célébrer, fêter, de célébrer, célébrer la, souligner

πανηγυρίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esultare, festeggiare, celebrare, celebrare il, celebrare la, festeggiare il

πανηγυρίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jubilar, regozijar, comemorar, celebrar, comemore, comemoram, celebrar o

πανηγυρίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vieren, te vieren, vier, viert, het vieren

πανηγυρίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
праздновать, обрадоваться, радовать, порадовать, обрадовать, ликовать, нарадоваться, обладать, радоваться, веселиться, настраивать, возликовать, отпраздновать, отметить, отмечать, празднуют

πανηγυρίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fryde, feire, feirer, å feire

πανηγυρίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fira, firar, celebrate, att fira

πανηγυρίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
iloita, riemuita, juhlia, juhlimaan, juhlistaa, kunniaksi, juhlivat

πανηγυρίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fejre, fejrer, at fejre, anledning

πανηγυρίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
potěšit, jásat, těšit, plesat, oslavovat, slavit, oslavují, oslavu, oslavit

πανηγυρίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cieszyć, radować, świętować, obchodzić, uczcić, celebrować, odprawiać

πανηγυρίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ünnepel, ünnepeljük, ünnepelni, megünnepeljük, megünnepeljék

πανηγυρίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sevinmek, kutlamak, kutlama, kutluyoruz, kutlamaya, kutluyor

πανηγυρίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отой, правдивість, той, відмовляє, правда, святкувати, святкуватимуть, святкуватиме, святкуватимемо

πανηγυρίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gëzohem, festoj, festuar, të festuar, festojnë, festojmë

πανηγυρίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
празнувам, отпразнувам, празнуват, отпразнуват, празнуваме

πανηγυρίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
святкаваць, сьвяткаваць

πανηγυρίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rõõmustama, tähistama, tähistada, tähistamiseks, tähistame, tähistab

πανηγυρίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slaviti, proslaviti, slave, proslavili, proslavu

πανηγυρίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fagna, að fagna, halda, fagna því, tilefni

πανηγυρίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švęsti, švenčia, atšvęsti, švenčiame, paminėti

πανηγυρίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
svinēt, atzīmētu, svinētu, svin, atzīmēs

πανηγυρίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прослават, го прослават, славиме, слават, го слават

πανηγυρίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sărbători, celebra, a sărbători, sărbătorim, sărbătoresc

πανηγυρίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plesat, praznovanje, praznujejo, praznovali, proslavili, proslavimo

πανηγυρίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oslavovať, uznávajú, osláviť, oslavu, sláviť
Τυχαίες λέξεις