Λέξη: πανικός

Σχετικές λέξεις: πανικός

πανικός στα σχολεία, πανικός στα σχολεία 1982, πανικός στο μαξίμου, πανικός ετυμολογία, πανικός συνώνυμα, πανικός στη νδ, πανικός του 1857, πανικός στο σκαϊ ο κοντοπίδης ούρησε την καρέκλα του μπογδάνου, πανικός και παράνοια μέσα σε μια παραίσθηση, πανικός στην ευρώπη από τον κινέζικο χορό του πούτιν

Συνώνυμα: πανικός

φόβος, νευρικότητα, νευρικότης, τρεμούλα, άτακτος φυγή, αφηνίασμα αγέλης ζώων

Μεταφράσεις: πανικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
panic, jitters, Stampede
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pánico, de pánico, el pánico, del pánico, panic
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
panisch, terror, panik, schrecken, Panik, panic
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
panique, paniquer, effroi, s'affoler, terreur, affolement, alarme, la panique, de panique, panic
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sgomento, panico, di panico, il panico, antipanico, panic
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pavor, terrorismo, terror, painel, pânico, de pânico, do pânico, o pânico
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schrikbewind, schrik, paniek, terreur, ontzetting, panic, in paniek, paniek te, de paniek
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пугать, замешательство, переполох, паника, паники, панику, панике, панических
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
panikk, panikken
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
panik, panisk, paniken, panic, panikslagen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paniikki, terrori, kauhu, kammo, jänistää, paniikkia, paniikin, paniikkiin, paniikissa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
panik, panikken
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hrůza, poplach, panika, panický, panic, paniku, panická
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
popłoch, panika, panikować, paniki, panic, panikę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pánik, vakrémület, fejvesztettség, pánikot, a pánik, pánikba
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
panik, panic
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лякати, панічний, паніка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
panik, paniku, panikut, paniku i, panik në
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
паника, терор, ужас, паник, паниката, паническо
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паніка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paanika, paanikat, paanikahäire, paanikas
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
paniku, paničariti, uzbuna, panika, panike, paničnog, panični
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
læti, Panic, skelfingu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
baisumas, panika, panikos, paniką, Panic
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bieds, panika, panikas, Panic, paniku, trauksmes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
паника, паниката, на паника, панично
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
teroare, panică, panica, de panica, de panică, panicii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
panika, panike, panic, panični, paniko
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
panický, panika, Panic

Στατιστικά δημοτικότητας: πανικός

Τυχαίες λέξεις