Korsó στα ελληνικά
Μετάφραση: korsó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαζάκι, κανάτα, δοχείο, γυάλα, βάζο, βάζου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- korrupt στα ελληνικά - διαφθείρω, εκμαυλίζω, αλλοιώνω, ξεμαυλίζω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, ...
- korszak στα ελληνικά - κύκλος, εποχή, εποχής, περίοδο, την εποχή, περιόδου
- kortalan στα ελληνικά - άγηρος, αγήραστος, αγέραστος, αγέραστης, αγέραστο
- korty στα ελληνικά - τραβώ, τράβηγμα, γουλιά, SIP, πιείτε, ΣΕΠΚ, το SIP
Τυχαίες λέξεις
Korsó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαζάκι, κανάτα, δοχείο, γυάλα, βάζο, βάζου
Μεταφράσεις: βαζάκι, κανάτα, δοχείο, γυάλα, βάζο, βάζου