Löveg στα ελληνικά
Μετάφραση: löveg, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καραμπίνα, πιστόλι, όπλο, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lötty στα ελληνικά - νερωμένος, άνοστος, ανούσιος, νερουλός
- lötyögés στα ελληνικά - κουνιέμαι, ταλάντευση, δόνησης, ταλάντωση, ταλάντευσης
- lövegtalp στα ελληνικά - άμαξα, βαγόνι, μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά
- lövés στα ελληνικά - πυροβολισμός, κυνήγι, γυρίσματα, σκοποβολής, σκοποβολή, γυρισμάτων
Τυχαίες λέξεις
Löveg στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καραμπίνα, πιστόλι, όπλο, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Μεταφράσεις: καραμπίνα, πιστόλι, όπλο, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού