Leépítés στα ελληνικά
Μετάφραση: leépítés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πελέκι, τσεκούρι, πέλεκας, διάλυση, αποσυναρμολόγηση, αποξήλωση, αποσυναρμολόγησης, τη διάλυση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- leégés στα ελληνικά - ηλιακό έγκαυμα, ηλιακά εγκαύματα, ηλιακού εγκαύματος, τα ηλιακά εγκαύματα, το ηλιακό έγκαυμα
- leélezés στα ελληνικά - κουρεύω, ψαλιδίζω, συνδετήρας, πόρπη, λοξότμηση, λοξοτόμηση, γωνιοτομής, ...
- leértékelés στα ελληνικά - υποτίμηση, υποτίμησης, υποτίμηση του, την υποτίμηση, η υποτίμηση
- leölés στα ελληνικά - πελεκώ, σφαγή, φόνος, θανάτωση, δολοφονία, θανάτωσης, τη θανάτωση
Τυχαίες λέξεις
Leépítés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πελέκι, τσεκούρι, πέλεκας, διάλυση, αποσυναρμολόγηση, αποξήλωση, αποσυναρμολόγησης, τη διάλυση
Μεταφράσεις: πελέκι, τσεκούρι, πέλεκας, διάλυση, αποσυναρμολόγηση, αποξήλωση, αποσυναρμολόγησης, τη διάλυση