Lejáró στα ελληνικά

Μετάφραση: lejáró, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαιτούμενος, πρέπων, ωρίμανση, ωρίμανσης, ωρίμασης, λήγουν, ωριμάζουν
Lejáró στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • leigázás στα ελληνικά - υποδούλωση, υποδούλωσης, την υποδούλωση, σκλαβιάς, υποδουλώσεις
  • lejárt στα ελληνικά - μπαγιάτικος, λήξει, έχει λήξει, έληξε, έχουν λήξει, εκπνεύσει
  • lejátszás στα ελληνικά - ξαναπαίζω, παίζω, παιχνίδι, παίξει, παίξετε, παίξουν
  • lekaparás στα ελληνικά - απόξεση, αναμόχλευση, ξύνοντας, ξύσιμο, απόξεσης
Τυχαίες λέξεις
Lejáró στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαιτούμενος, πρέπων, ωρίμανση, ωρίμανσης, ωρίμασης, λήγουν, ωριμάζουν