Λέξη: σκαπανέας

Σχετικές λέξεις: σκαπανέας

σκαπανέας τεχνική εταιρεία, σκαπανέας μηχανικού, σκαπανέας λεξικο, σκαπανέας ατε, σκαπανέας κατασκευαστικη, σκαπανέασ τσίπρασ, σκαπανέας αε, σωματείο σκαπανέας

Συνώνυμα: σκαπανέας

υπονομευτής, σκαπανεύς

Μεταφράσεις: σκαπανέας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sapper, pioneer, a pioneer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
zapador, Sapper, zapadores, bombero, de zapadores
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Pionier, sapper, Sappeur, Pioniers
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sapeur, Sapper, sapeurs, Le Sapeur, soldat du génie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
geniere, Sapper, zappatore, guastatore, zappatori
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sapador, Sapper, do Sapper, sapadores, de sapadores
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sappeur, geniesoldaat, Sapper, Sapper van, geniesoldaat het
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сапер, миноискатель, сапёр, минёр, Sapper, сапером, сапера, саперный
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Sappør, Sapper, minerydder
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ingenjörssoldat, Sapper, Sappers
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pioneeri, pioneeriryhmä, Sapper, pioneeriryhmää, tyhjentäjä oman tiimisi
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Sapper, pionerer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ženista, zákopník, Sapér, ženijní
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
saper, miner, minier, Sapper, Saperów
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
utász, aknaszedő, Sapper, árkász
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kazmacı, sapper, istihkam, istihkâm eri, Gerilla
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сапер
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
xhenier, inxinier ushtarak
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сапьор, Сапьорът, пионер, Sapper
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сапёр
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaevikukaevaja, sapöör, Sapööri, Sapper
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pionir, podrivač, kopač rovova, miner
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Sapper
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pionierius, Karo inžinierius, Saper, Miner, Sapieris
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sapieris, Sapper
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Пионер
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
genist, Sapper, Geniu, de șanț, geniști
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Sapper
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ženista, ženistu
Τυχαίες λέξεις