Lepusztulás στα ελληνικά
Μετάφραση: lepusztulás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάβρωση, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης, διάβρωση του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- leplezetlen στα ελληνικά - απροκάλυπτη, χωρίς προκάλυψη, οι χωρίς προκάλυψη, απροκάλυπτης, φανερών
- leprás στα ελληνικά - λεπρός, λεπρών, λεπρό, λεπρού, των λεπρών
- lepárlás στα ελληνικά - απόσταξη, απόσταξης, αποστάξεως, την απόσταξη, η απόσταξη
- lepárlókészülék στα ελληνικά - γαλήνιος, ακίνητος, ήρεμος, Απόσταξη, Διύλιση, οινοπνευματοποιίας, απόσταξης, ...
Τυχαίες λέξεις
Lepusztulás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάβρωση, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης, διάβρωση του
Μεταφράσεις: διάβρωση, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης, διάβρωση του