Λέξη: σμίγω
Σχετικές λέξεις: σμίγω
σμίγω συνωνυμο
Συνώνυμα: σμίγω
μιγνύω, ανακατεύω, ανακατώνω, ανακατώνομαι, παρασκευάζω, ενώνω, συνδέω, συνάπτω, συναρμόζω, προσχωρώ, αναμιγνύω, αναμιγνύομαι, συναντιέμαι, συγκεντρώνω, συναθροίζω
Μεταφράσεις: σμίγω
σμίγω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intermingle, mingle, get together
σμίγω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entremezclar, entreverar, mezclarse, mezclar, mezclan, se mezclan, relacionarse
σμίγω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mischen, vermischen, mischen sich, vermischen sich, zu mischen
σμίγω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mêler, entremêler, s'entremêler, mélanger, brasser, allier, mixtionner, confondre, se mêler, se mêlent, mêlent
σμίγω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frammezzare, mescolarsi, si mescolano, mescolano, socializzare, mescolare
σμίγω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
misturar-se, misturar, se misturam, misturam, se misturar
σμίγω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermengen, mengen, zich vermengen, mengen zich, vermengen zich
σμίγω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перемешивать, смешивать, общаться, смешиваться, пообщаться, смешиваются, смешаться
σμίγω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mingle, blande, omgås, blander seg, å blande
σμίγω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blanda, mingel, mingla, blandas, umgås
σμίγω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sekoittaa, seurustella, jutella, sekoittuvat, mingle
σμίγω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blande, blandede, blande sig, blander sig, blander
σμίγω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smísit, sblížit, mísí, prolíná, se mísí, se prolíná
σμίγω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
splatać, splątać, wymieszać, zmieszać, mieszać, przeplatać, pomieszać, mieszać się, wmieszać się
σμίγω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keveredik, keverednek, elvegyülni, mingle, elvegyülve
σμίγω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karışmak, karıştırmak, karışır, mingle, karışıyor
σμίγω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нескінченно, змішуватися, змішуватись, змішувати
σμίγω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shoqërohem, përzihen, të shoqërohem, përzihem, përzierjen
σμίγω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смесвам, общувам, смесват, се смесват, размесят
σμίγω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змешвацца, кампілявацца і пераплятацца
σμίγω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
segunema, segama, Minna, mingle, segunevad
σμίγω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
miješati se, miješati, druženje, družiti, miješaju
σμίγω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blanda, blandast, að blanda, mingle, hitti
σμίγω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susilieti, bendrauti, mingle, Sukiotis, Mišrūs
σμίγω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maisīt, mingle, mijas, sajaucas, sajaukties
σμίγω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
измешаат, се мешаат, мешаат, се дружат, дружат
σμίγω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amesteca, se amesteca, amestece, se amestece, amestecă
σμίγω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
družijo, Mešati, se družijo, mingle, družite
σμίγω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmiešať, zmiešavať, zmiešal, miešať, zmieša
Τυχαίες λέξεις