Méret στα ελληνικά

Μετάφραση: méret, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκταση, βαθμός, μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους
Méret στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mérce στα ελληνικά - μετρητής, υπολογίζω, εκτιμώ, μετρητή, περιτύπωμα, gauge, περιτυπώματος
  • méreg στα ελληνικά - ενοχλώ, σκοτίζομαι, ενοχλούμαι, κόπος, δηλητήριο, δηλητηρίου, δηλητηριάσεων, ...
  • méretadat στα ελληνικά - δεδομένο, αναφοράς, datum, σημείο αναφοράς, σημείου αναφοράς
Τυχαίες λέξεις
Méret στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκταση, βαθμός, μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους