Λέξη: πίθηκος

Σχετικές λέξεις: πίθηκος

πίθηκος wikipedia, πίθηκος κατοικίδιο, πίθηκος στο κινέζικο, πίθηκοσ 2013, πίθηκος ξουθ, πίθηκος ονειροκρίτης, πίθηκος κινέζικο ωροσκόπιο, πίθηκος μακάκος, πίθηκος καπουτσίνος, πίθηκος λεσούλα, 12ος πίθηκος

Συνώνυμα: πίθηκος

πιθηκικός, πιθηκοειδής

Μεταφράσεις: πίθηκος

πίθηκος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ape, monkey, simian, a monkey

πίθηκος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mono, remedar, del mono, de mono, monkey, monos

πίθηκος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
emulator, menschenaffe, affe, Affe, Affen, monkey

πίθηκος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
singe, imiter, singer, guenon, contrefaire, copier, anthropoïde, calquer, de singe, singes, monkey, le singe

πίθηκος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scimmia, monkey, scimmie, della scimmia, di scimmia

πίθηκος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
símio, macaco, animal, monkey, do macaco, de macaco, macacos

πίθηκος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aap, monkey, apen, de Aap van, aap van

πίθηκος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обезьяна, обезьянничать, мартышка, имитировать, обезьяны, обезьян, обезьянка, обезьяну

πίθηκος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ape, etterape, apekatt, monkey, apekatten, apen

πίθηκος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
apa, Monkey, apan, apor, i Monkey

πίθηκος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
matkija, apinoija, apina, Monkey, apinan, apinoilla, monkeykuva

πίθηκος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
abe, efterabe, Monkey, aben, aber, i Monkey

πίθηκος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
napodobovat, lidoop, napodobit, opice, Monkey, opičí, opička, opic

πίθηκος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naśladować, małpować, małpa, błaznować, monkey, małpy, w Monkey, małp

πίθηκος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
majom, Monkey, majmot, a majom

πίθηκος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
maymun, Monkey, maymunu, maymunun, bir maymun

πίθηκος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мавпа, обезьяна, мавпи, мавп

πίθηκος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
majmun, Monkey, majmunit, majmun e, majmuni

πίθηκος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маймуна, Monkey, маймуни, маймунка, маймуната

πίθηκος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
малпа, Обезьяна

πίθηκος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ahv, ahvima, Monkey, ahvi, ahvidel, ahvide

πίθηκος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
majmun, majmunirati, oponašati, Monkey, majmuna, majmunski, majmuni

πίθηκος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
api, Monkey, apa, öpum

πίθηκος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beždžioniauti, beždžionė, Beždžionių, beždžionės, monkey, beždžionėmis

πίθηκος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pērtiķis, mērkaķis, pērtiķiem, pērtiķu, monkey

πίθηκος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мајмунот, мајмун, мајмуни, Monkey, мајмунски

πίθηκος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
maimuţă, maimuță, Monkey, maimuta, de maimuță, maimuțe

πίθηκος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opice, opica, monkey, opicah

πίθηκος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opice, opica, monkey

Στατιστικά δημοτικότητας: πίθηκος

Τυχαίες λέξεις