Λέξη: αρχιτεκτονική

Σχετικές λέξεις: αρχιτεκτονική

αρχιτεκτονική υπολογιστών, αρχιτεκτονική ξάνθης, αρχιτεκτονική γκάζι, αρχιτεκτονική θεσσαλονίκης, αρχιτεκτονική ζωγράφου, αρχιτεκτονική τοπίου, αρχιτεκτονική απθ, αρχιτεκτονική πάτρας, αρχιτεκτονική εμπ, αρχιτεκτονική βόλου, αρχιτεκτονικη

Μεταφράσεις: αρχιτεκτονική

αρχιτεκτονική στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
architecture, architectural, architecture of, architectural style

αρχιτεκτονική στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arquitectura, la arquitectura, configuración, arquitectura de, una arquitectura

αρχιτεκτονική στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bauwesen, bauweise, baukunst, baufach, Architektur, der Architektur

αρχιτεκτονική στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bâtiment, architecture, l'architecture, une architecture, architecture de

αρχιτεκτονική στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
architettura, dell'architettura, l'architettura, un'architettura, architetture

αρχιτεκτονική στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arquitectura, arquitetura, Arquitectura, arquitetura de, a arquitetura

αρχιτεκτονική στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bouwkunst, architectuur, bouwkunde, de architectuur

αρχιτεκτονική στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
построение, архитектура, архитектор, зодчество, архитектуры, архитектуре, архитектуру, архитектурой

αρχιτεκτονική στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arkitektur, arkitekturen

αρχιτεκτονική στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arkitektur, arkitekturen, Architecture

αρχιτεκτονική στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arkkitehtuuri, Rakennustaide, arkkitehtuurin, Architecture, arkkitehtuuria

αρχιτεκτονική στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arkitektur, arkitekturen, struktur

αρχιτεκτονική στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stavebnictví, stavitelství, struktura, architektura, architekturu, architektury, architekturou, architektuře

αρχιτεκτονική στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
budownictwo, architektura, architektury, Architecture, architekturę, architektura Na

αρχιτεκτονική στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
építészet, architektúra, építészeti, az építészet, architektúrát

αρχιτεκτονική στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mimarlık, mimari, mimarisi, mimarlığı

αρχιτεκτονική στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
побудова, архітектура, побудову, побудування

αρχιτεκτονική στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arkitektura, arkitekturë, arkitekturës, Arkitektura, arkitekturën, Arkitektura e

αρχιτεκτονική στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
архитектура, архитектурата, структура, архитектура на

αρχιτεκτονική στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
архітэктура, архітэктуры

αρχιτεκτονική στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arhitektuur, arhitektuuri, Architecture, ülesehitus, ülesehituse

αρχιτεκτονική στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
građevinarstvo, ustroj, graditeljstvo, izgradnja, arhitektura, arhitekture, arhitekturu, arhitekturi, arhitekturom

αρχιτεκτονική στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húsagerð, arkitektúr, af arkitektúr, byggingarlist, uppbyggingu

αρχιτεκτονική στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
architektūra, architektūros, struktūra, architektūrą

αρχιτεκτονική στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
arhitektūra, arhitektūras, arhitektūru, struktūra, arhitektūrā

αρχιτεκτονική στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
архитектура, архитектурата

αρχιτεκτονική στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arhitectură, arhitectura, arhitecturii, arhitecturi, de arhitectura

αρχιτεκτονική στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
arhitektura, arhitekture, arhitekturo, architecture, struktura

αρχιτεκτονική στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
architektúra, architektúry, architektura

Στατιστικά δημοτικότητας: αρχιτεκτονική

Τυχαίες λέξεις