Λέξη: φασόλι
Σχετικές λέξεις: φασόλι
φασόλι καλλιέργεια, φασόλι ποικιλίες, φασόλι πάτρα, φασόλι ροβίτσα, φασόλι ιπποκράτους, φασόλι εξάρχεια, φασόλι στούντιος, φασόλι βανίλιασ, φασόλι εστιατόριο, φασόλι παπούδα
Συνώνυμα: φασόλι
κόκκος, κουκί, φασίολος, κύαμος
Μεταφράσεις: φασόλι
φασόλι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bean, haricot, kidney bean, beans, mung bean
φασόλι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fréjol, grano, haba, alubia, frijol, bean, de frijol
φασόλι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bohne, fisole, Bohne, Bohnen, Bean
φασόλι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
haricot, fève, grain, granule, graine, bean, haricots, fèves
φασόλι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fagiolo, bean, fagioli, di fagioli, di fagiolo
φασόλι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fava, feijão, bean, de feijão, feijão de, do feijão
φασόλι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boon, veldboon, tuinboon, bonen, bean, boon van, De boon
φασόλι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
башка, дружище, фасоль, голова, фасоли, бобов, боб, бобы
φασόλι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bønne, bean, bønner
φασόλι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
böna, bönor, bean
φασόλι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
papu, bean, pavun, pavut, papu-
φασόλι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bønne, bean, bønner
φασόλι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zrno, zrnko, fazole, fazolové, bean, bobů, boby
φασόλι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ziarnko, makówka, ziarno, fasolka, fasola, bean, fasoli, szparagowa, ziarna
φασόλι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bab, diószén, kávészem, bean, bokorbab, babot
φασόλι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fasulye, bakla, fasulyesi, bean, çekirdeği
φασόλι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
голова, побитим, повезло, енергійний, біб, квасоля, квасолю
φασόλι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grosha, fasule, bathë, Bean, bathë të, fasule të
φασόλι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
боб, фасул, зърна, на зърна, Бийн
φασόλι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фасолю, фасоля, фасоль
φασόλι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peakolu, uba, sent, bean, oa, aeduba, oad
φασόλι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grah, bob, Bean, graha, zrno, Bean je
φασόλι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
baun, Bean, bauna
φασόλι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pupa, pupelė, pupelių, pupelės, bean
φασόλι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pupa, pupu, pupiņu, pupas, pupiņas
φασόλι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гравот, грав, од грав, на грав
φασόλι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fasole, de fasole, boabe, bob, bean
φασόλι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fižol, bean, fižola, fižolova, zrn
φασόλι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fazuľa, fazule, fazuľu, beans