Mérnök στα ελληνικά

Μετάφραση: mérnök, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχανικός, μηχανεύομαι, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
Mérnök στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mérlegrúd στα ελληνικά - δοκός, αχτίδα, καδρόνι, δοκού ισορροπίας, ακτίνα ισορροπίας, ισοζυγιστή, δοκό ισορροπίας, ...
  • mérlegállás στα ελληνικά - αραβούργημα, Arabesque, αραμπέσκ, αραβουργήματα, αραβουργικών
  • mérnökség στα ελληνικά - μηχανική, Μηχανικών, μηχανικής, μηχανικού, Engineering
  • mérsékelt στα ελληνικά - λογικός, μέτριος, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Τυχαίες λέξεις
Mérnök στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχανικός, μηχανεύομαι, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί