Λέξη: φθάνω
Σχετικές λέξεις: φθάνω
φτάνει φτάνει φτάνει, φθάνω come, φτάνω συνώνυμα, φτάνω στο θεό, φτάνω ή φτάνω
Συνώνυμα: φθάνω
παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, κερδίζω, προμηθεύομαι, έρχομαι, παριστάνω, γίνομαι, κάνω, κατασκευάζω, συνθέτω, καθιστώ, πλάθω, εκτείνομαι, εκτείνω, προσγίνομαι, αφικνούμαι, επιτυγχάνω, κατορθώ, εκλέγομαι, μπαίνω, εισέρχομαι, ακολουθώ, αρχίζω, πέφτω, πλησιάζω, γλιτώνω
Μεταφράσεις: φθάνω
φθάνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arrive, come on, catch up, come through, come up to
φθάνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
llegar, llegará, llega, llegue, llegan
φθάνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eintreffen, anreisen, ankommen, anlangen, kommen, eingehen, gelangen
φθάνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arrivant, arriver, venir, aborder, arrivez, arrivent, parvenir, arrivons, atteindre, arrivera, arriver en
φθάνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arrivare, giungere, arriva, arrivo, arriverà
φθάνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vir, chegar, aportar, chegue, chegam, chega, chegada, chegarem
φθάνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aankomen, belanden, arriveren, komen, aankomt
φθάνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приплыть, достигать, прибыть, приехать, приезжать, прилетать, прийти, додуматься, прибывать, поступать, приходить, наступать, подоспеть, прилететь, поступить, приплывать, приходим, прибывают, прибудет
φθάνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ankomme, kommer, ankommer, komme, kort tid før avreise
φθάνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anlända, ankomma, anländer, fram, komma fram, komma
φθάνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saapua, ennättää, päästä, tulla, saapuvat, saavut, saapuu, perillä
φθάνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ankomme, ankommer, nå frem, kommer, nå
φθάνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dojet, nastat, přijet, přicestovat, přiletět, přijíždět, dospět, přijít, dosáhnout, dorazit, dorazí, příjezd
φθάνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyjechać, przybywać, przyjść, wykierować, nadchodzić, przybyć, przyjeżdżać, nadejść, przyjazd, przyjeździe, dotrzeć
φθάνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megérkezik, érkezik, érkeznek, megérkeznek, érkező
φθάνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ulaşmak, varmak, gelmek, gelmesi, geliyor, geldiğinde
φθάνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прибувати, наступати, приїжджати, приїхати, прибути
φθάνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arrij, arrijnë, arrijë, mbërrijë, të arrijnë
φθάνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пристигнат, пристигнете, пристигне, пристигат, стигне
φθάνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адбыцца, прыходзiць, прыстань, прыехаць
φθάνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saabuma, jõuda, saabuvad, jõuavad, saabub
φθάνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stići, stigli, nastupiti, prispjeti, pristići, doći, dolazimo, dolazite, stignete
φθάνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
koma, kemur, berast, komið, komast
φθάνω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
advenio
φθάνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atvykti, atvyksta, pasiekti, atvykstate, atvyksite
φθάνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ierasties, ierodas, nonāktu, ieradīsieties, jāierodas
φθάνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пристигнуваат, пристигнете, пристигнат, дојде, пристигне
φθάνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sosi, ajunge, ajung, sosesc, sosească
φθάνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
priti, prispeti, prispejo, prispe, prispete, prispeli
φθάνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pricestovať, prísť, doraziť