Mérték στα ελληνικά
Μετάφραση: mérték, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθμός, έκταση, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mérséklés στα ελληνικά - μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
- mértan στα ελληνικά - γεωμετρία, γεωμετρίας, τη γεωμετρία, γεωμετρία του, η γεωμετρία
- mértékadó στα ελληνικά - φορολογικός συντελεστής, φορολογικού συντελεστή, φορολογικό συντελεστή, συντελεστή φόρου, συντελεστή
- mértékegység στα ελληνικά - μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
Τυχαίες λέξεις
Mérték στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθμός, έκταση, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
Μεταφράσεις: βαθμός, έκταση, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση