Λέξη: αργκό
Σχετικές λέξεις: αργκό
αργκό νέων, αργκό του διαδικτύου, αργκό των νέων, αργκό στρατού, αργκό φράσεις, αργκό ταινία, αργκό εκφράσεις, αργκό συνώνυμο, αργκό λεξικό, αργκό γλώσσα
Συνώνυμα: αργκό
επικλινής επιφάνεια, κλίση επιφάνειας, κλίση, μάγκικα, υποκρισίες, λαϊκή γλώσσα, χυδαϊσμός, λαϊκή έκφραση
Μεταφράσεις: αργκό
αργκό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
argot, slang, cant, jargon
αργκό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
argot, slang, jerga, el argot, del argot
αργκό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
slang, Slang, Jargon, Umgangssprache
αργκό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
argot, jargon, Slang, l'argot, d'argot
αργκό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
slang, gergo, gergale, lo slang, dialetto
αργκό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gíria, calão, gírias, slang, de calão
αργκό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bargoens, jargon, slang, straattaal, jargonwoorden
αργκό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жаргон, арго, сленг, сленге, сленга, сленговое
αργκό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slang
αργκό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jargong, slang, lang, slangen, slanguttryck
αργκό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ammattikieli, slangi, slangia, slang, slangisanoja, linkosi
αργκό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jargon, slang
αργκό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hantýrka, slang, slangu, slangový, slangové
αργκό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żargon, gwara, slang, slangu, slangowe
αργκό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szleng, slang, a szleng, szlenget, szlengben
αργκό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
argo, slang, argo bir, bir argo, azarlamak
αργκό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жаргон, сленг, сленгу
αργκό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhargon, Gjuha e folur, zhargon të, zhargon që, në zhargon
αργκό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жаргон, сленг, жаргонен, жаргона, жаргона на
αργκό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слэнг, сленг
αργκό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
argoo, salakeel, släng, slängi, slang, slängis, slängist
αργκό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
argo, sleng, slang, žargon, slangu, European dictionary
αργκό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slangur, slanguryrðum, slangur og
αργκό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žargonas, slengas, žargoninis, argo, neliteratūrinis
αργκό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žargons, slengs, Slang, slengā, Žargons, žargona
αργκό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сленг, жаргон, жаргон се, жаргон и
αργκό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jargon, argou, slang, argoul, argotic
αργκό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slang, sleng, slengovski, slenga, Nestandardan
αργκό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
argot, slang