Megpörkölés στα ελληνικά
Μετάφραση: megpörkölés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καψαλίζω, καίω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- megpipázás στα ελληνικά - καταμετρώ, συμφωνώ
- megrakott στα ελληνικά - κατάφορτος, αγχωμένος, φορτωμένος, φορτωμένο, φορτωθεί, φορτωμένων, φορτωμένη
- megreformálás στα ελληνικά - αναμόρφωση, Μεταρρύθμιση, Αναμόρφωση, Η μεταρρύθμιση, τη μεταρρύθμιση, μεταρρύθμιση της
Τυχαίες λέξεις
Megpörkölés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καψαλίζω, καίω
Μεταφράσεις: καψαλίζω, καίω