Párosított στα ελληνικά
Μετάφραση: párosított, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλίνω, σε συνδυασμό, συνδυασμό, συζευγμένο, συζευγμένη, συζεύγνυται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- egyénileg στα ελληνικά - μεμονωμένα, ατομικά, ξεχωριστά, χωριστά, ατομικώς
- igemód στα ελληνικά - διάθεση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
- lucskos στα ελληνικά - κυδώνι, τσαπατσούλης, προχειρότητα, ατημέλητη, επικλινές, ατημέλητο
- nyilvánvalóan στα ελληνικά - εμφανώς, προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι
Τυχαίες λέξεις
Párosított στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλίνω, σε συνδυασμό, συνδυασμό, συζευγμένο, συζευγμένη, συζεύγνυται
Μεταφράσεις: κλίνω, σε συνδυασμό, συνδυασμό, συζευγμένο, συζευγμένη, συζεύγνυται