Λέξη: μαύλισμα

Μεταφράσεις: μαύλισμα

μαύλισμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
corruption, debauchery, maflisma

μαύλισμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
orgía, libertinaje, corrupción, maflisma

μαύλισμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausschweifung, bestechung, korruption, orgie, maflisma

μαύλισμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
débauche, orgie, dépravation, corruption, détérioration, libertinage, maflisma

μαύλισμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corruzione, maflisma

μαύλισμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
orgia, corrupção, bacanal, maflisma

μαύλισμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitspatting, zwelgpartij, orgie, drinkgelag, corruptie, bederf, maflisma

μαύλισμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
невоздержанность, искривление, разврат, коррупция, развращение, разложение, распущенность, распутство, развращенность, испорченность, пьянство, извращение, продажность, кутеж, порча, гниение, maflisma

μαύλισμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
orgie, bestikkelse, maflisma

μαύλισμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korruption, maflisma

μαύλισμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
turmeltuminen, lahjonta, irstailu, irstaus, mätäneminen, turmelus, lahjominen, maatuminen, maflisma

μαύλισμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
orgie, udsvævelser, maflisma

μαύλισμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kažení, zhýralost, korupce, úplatkářství, zkaženost, pokažení, hýření, podplácení, prostopášnost, maflisma

μαύλισμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
korupcja, wyuzdanie, przekupstwo, zepsucie, rozpusta, przekłamanie, uszkodzenie, rozpasanie, maflisma

μαύλισμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
katonaszöktetés, megrontás, züllöttség, elromlás, erkölcsrontás, maflisma

μαύλισμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sefahat, maflisma

μαύλισμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нездержливість, п'янство, викривлення, пияцтво, гниття, запроданство, розпуста, перекручення, maflisma

μαύλισμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
maflisma

μαύλισμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
maflisma

μαύλισμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
maflisma

μαύλισμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liiderlikkus, rikutus, korruptsioon, maflisma

μαύλισμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razvrat, razuzdanost, maflisma

μαύλισμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ólifnaður, saurlífnaður, maflisma

μαύλισμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
orgija, korupcija, maflisma

μαύλισμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
orģija, maflisma

μαύλισμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
maflisma

μαύλισμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
corupţie, orgie, maflisma

μαύλισμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
maflisma

μαύλισμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úplatok, maflisma
Τυχαίες λέξεις