Padló στα ελληνικά
Μετάφραση: padló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάτωμα, όροφος, δάπεδο, όροφο, δαπέδου
![Padló στα ελληνικά Padló στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-hu-gr-9741.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bosszúság στα ελληνικά - γέμισμα, διασχίζω, σταυρός, ενόχληση, ενόχλησης, όχλησης, όχληση, ...
- bátor στα ελληνικά - γενναίος, γενναία, γενναίοι, γενναίο, γενναίους
- dobkötél-horony στα ελληνικά - σκορ, εικοσαριά, σκοράρω, dobkötél
- nyomasztó στα ελληνικά - ζοφερός, απαισιόδοξος, μελαγχολικός, καταθλιπτικό, καταθλιπτική, θλιβερό, συμπίεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Padló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάτωμα, όροφος, δάπεδο, όροφο, δαπέδου
Μεταφράσεις: πάτωμα, όροφος, δάπεδο, όροφο, δαπέδου