Padló στα ελληνικά

Μετάφραση: padló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάτωμα, όροφος, δάπεδο, όροφο, δαπέδου
Padló στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bosszúság στα ελληνικά - γέμισμα, διασχίζω, σταυρός, ενόχληση, ενόχλησης, όχλησης, όχληση, ...
  • bátor στα ελληνικά - γενναίος, γενναία, γενναίοι, γενναίο, γενναίους
  • dobkötél-horony στα ελληνικά - σκορ, εικοσαριά, σκοράρω, dobkötél
  • nyomasztó στα ελληνικά - ζοφερός, απαισιόδοξος, μελαγχολικός, καταθλιπτικό, καταθλιπτική, θλιβερό, συμπίεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Padló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάτωμα, όροφος, δάπεδο, όροφο, δαπέδου