Λέξη: απεικονίζω

Σχετικές λέξεις: απεικονίζω

απεικονίζω αγγλικα, απεικονίζω δεδομένα με ραβδόγραμμα ή εικονόγραμμα, απεικονίζω συνώνυμο, απεικονίζω στα αγγλικά, απεικονίζω συνώνυμα

Συνώνυμα: απεικονίζω

ζωγραφίζω, περιγράφω, παριστάνω, συμβολίζω, χαρακτηρίζω

Μεταφράσεις: απεικονίζω

απεικονίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
depict, portray, typify, painted

απεικονίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dibujar, pintar, describir, trazar, retratar, representar, retratar a, interpretar

απεικονίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
darstellen, abbilden, beschreiben, porträtieren, schildern, zeichnen, darzustellen

απεικονίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
peindre, décrire, dépeignent, dépeignons, dépeignez, figurer, tracer, dépeindre, représenter, dépeins, présenter

απεικονίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
descrivere, ritrarre, rappresentare, raffigurare, dipingere

απεικονίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descreva, dependente, descrever, retratar, retratam, retrata, representar, retratar a

απεικονίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitbeelden, beschrijven, verbeelden, afbeelden, portretteren, schilderen, te beelden, te portretteren

απεικονίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изобразить, рисовать, обрисовывать, изображать, описывать, описать, малевать, изображают, представить, изображает

απεικονίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avbilde, beskrive, skildre, rettere, portrettere, stille, fremstille

απεικονίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skildra, beskriva, framställa, porträttera, skildrar

απεικονίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piirtää, kuvata, ilmentää, esittää, kuvaavat, kuvaamaan, esittävät

απεικονίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beskrive, skildre, portrættere, fremstille, afbilder, skildrer

απεικονίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vymalovat, zobrazovat, zobrazit, vyobrazit, popsat, vylíčit, vykreslit, vylíčí, vykreslují

απεικονίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obrazować, opisywać, rysować, malować, przedstawiać, zobrazować, portretować, opisać, przedstawiają, przedstawić

απεικονίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ábrázol, ábrázolni, ábrázolják, ábrázolja, bemutatni

απεικονίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tanımlamak, canlandırmak, tasvir, canlandıracak, göstermeye

απεικονίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обрисовувати, описати, зобразити, змалювати, зображувати

απεικονίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
portretizoj, paraqes, portretizojnë, portretizuar, të portretizuar

απεικονίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
описвам, обрисувам, представят, обрисуват, описват

απεικονίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адлюстраваць, намаляваць, паказаць, выявіць

απεικονίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kujutama, kehastama, kujutada, kujutavad, kujutaksid, portreteerida

απεικονίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slikati, prikazati, opisivati, portretirati, prikazuju, prikazivati

απεικονίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sýna, lýsa, að lýsa, draga upp mynd, eru tekin

απεικονίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atvaizduoti, apibūdinti, vaizduoti, pavaizduoti, vaizduoja, vaizdavo, perteikti

απεικονίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aprakstīt, attēlot, attēlo, attēlotu, atainot

απεικονίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
портретираат, сликаат, портретира, прикажуваат, се прикаже

απεικονίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înfățișa, portretiza, prezinte, înfățișeze, portretizeze

απεικονίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prikazati, prikazovati, upodobiti, prikazujejo, podobo o

απεικονίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zobraziť, ukáž, Zobrazit, Prezerať, zobrazi
Τυχαίες λέξεις