Λέξη: γερουσιαστής

Μεταφράσεις: γερουσιαστής

γερουσιαστής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
senator, Sen., a senator, congressman

γερουσιαστής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
senador, senadora, el Senador, senador de, senador por

γερουσιαστής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
senator, Senator, Senators, Senatorin

γερουσιαστής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sénateur, Le sénateur, se'nateur, sénateurs, sénateur a

γερουσιαστής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
senatore, Senator, Il senatore, senatrice, senatore di

γερουσιαστής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
senador, Senator, senadora, O senador, do senador

γερουσιαστής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
senator, Senator is, Senator van

γερουσιαστής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сенатор, сенат, сенатором, сенатора, Senator

γερουσιαστής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
senator, senatoren, senatorens

γερουσιαστής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
senator, senatorn, senatoren, sena

γερουσιαστής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
senaattori, Senator, senaattorin, senaattorina, senaattoriksi

γερουσιαστής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
senator, senatoren, senatet, senatorens

γερουσιαστής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
senátor, Senator, senátorem, senátora, senátorka

γερουσιαστής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
senator, senatorem, senatora

γερουσιαστής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szenátor, Senator, szenátora, szenátort, szenátornak

γερουσιαστής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
senatör, Senator, senatörü, senatörün, bir senatör

γερουσιαστής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сенатор

γερουσιαστής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
senator, senatori, senator i, senatori i, senatore

γερουσιαστής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сенатор, Senator, сенатора, на сенатор

γερουσιαστής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сенатар, сэнатар

γερουσιαστής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
senaator, Senator, senaatori, senatori, senaatorit

γερουσιαστής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
senator, senatora, je senator, Senatore, Senator je

γερουσιαστής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Senator, öldungaráðsmaður, þingmaður, senator Trjásvarri, öldungadeildarþingmaður

γερουσιαστής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
senatorius, Senator, senatorių, atstovaujantis senatorius

γερουσιαστής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
senators, Senator, senatore, senatora, senatoru

γερουσιαστής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сенаторот, сенатор, сенаторка, сенаторката, на сенаторот

γερουσιαστής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
senator, senatorul, senatorului, de senator, senator de

γερουσιαστής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
senátor, senator, senatorka, senatorja, senatorjem

γερουσιαστής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
senátor, senator, senátora
Τυχαίες λέξεις