Pikkely στα ελληνικά
Μετάφραση: pikkely, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλίμακας, λέπι, κλιμάκωση, κλίμακα, μέγεθος, ζυγαριά
Μεταφράσεις
- affektált στα ελληνικά - σοφιστικέ, εξεζητημένος, καλλιεργημένος, finical
- ajakrúzs στα ελληνικά - ρουζ, κραγιόν, το κραγιόν
- fejelés στα ελληνικά - επικεφαλίδα, πορεία, κεφαλίδα, header, μπάλα, απομακρύνοντας τη μπάλα
- felülnézet στα ελληνικά - σχεδιάζω, σχέδιο, κάτοψη, όψη, κάτοψις, επίπεδη όψη, όψη σχεδίου
Τυχαίες λέξεις
Pikkely στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλίμακας, λέπι, κλιμάκωση, κλίμακα, μέγεθος, ζυγαριά
Μεταφράσεις: κλίμακας, λέπι, κλιμάκωση, κλίμακα, μέγεθος, ζυγαριά