Τεντωμένος στα αγγλικά
Μετάφραση: τεντωμένος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tense, outstretched, tight, stretched, tensed
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: τεντωμένος
tense
- τεντωμένος
- σε υπερένταση
- τεταμένος
- σφιχτός
- μεθυσμένος
- τέζα
- σφιγκτός
- τεντωμένος
- σφικτός
- τεντωμένος
Σχετικές λέξεις: τεντωμένος
τεντωμένος λεξικό γλώσσας αγγλικά, τεντωμένος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- τεμαχίζω στα αγγλικά - chop, dissect, fritter, parcel out, sliver, carve, cut up
- τεμπέλης στα αγγλικά - idle, loafer, lazy, slacker, idler
- τεντώνομαι στα αγγλικά - stretch, sprawl
- τεντώνω στα αγγλικά - stretch, strain, distend, sprawl, tense, crane
Τυχαίες λέξεις
Τεντωμένος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: tense, outstretched, tight, stretched, tensed
Μεταφράσεις: tense, outstretched, tight, stretched, tensed