Pokróc στα ελληνικά

Μετάφραση: pokróc, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκεπάζω, κουβέρτα, κάλυμμα, γενική, στρώμα, μανδύα
Pokróc στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • egyházkerületi στα ελληνικά - επαρχιούχος, diocesan, επισκοπής, επαρχιούχους, Επισκοπικά
  • folyóág στα ελληνικά - μπράτσο, χέρι, όπλο
  • hevítés στα ελληνικά - πυροδότηση, διακόπτης, ανάφλεξη, μίζα, θέρμανση, θέρμανσης, θερμάνσεως, ...
  • kivetés στα ελληνικά - πυροβολισμός, προβολή, προβολής, προεξοχή, προεξοχής, πρόβλεψη
Τυχαίες λέξεις
Pokróc στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκεπάζω, κουβέρτα, κάλυμμα, γενική, στρώμα, μανδύα