Σκεπάζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: σκεπάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pokróc, öltöztet, öltözteti, öltöztetni, öltöztetem, felöltöztetem
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκεπάζω
σκεπάζω ονειροκρίτης, σκεπάζω συνωνυμα, σκεπάζω αγγλικά, σκεπάζω συνώνυμο, σκεπάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σκεπάζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- σκαστός στα ουγγρικά - visszhangzóan, kuss, fogd be, fogd be a szád, pofa be, bezárva
- σκελετός στα ουγγρικά - gerendázat, rendszer, tartószerkezet, filmkocka, csontváz, váz, csontvázat, ...
- σκεπή στα ουγγρικά - fedél, háztetőn, housetop, lakni, háztetõn, háznak felsõ
- σκεπτικισμός στα ουγγρικά - kétkedés, szkepticizmus, szkepticizmust, szkepticizmussal, a szkepticizmus, szkepszis
Τυχαίες λέξεις
Σκεπάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: pokróc, öltöztet, öltözteti, öltöztetni, öltöztetem, felöltöztetem
Μεταφράσεις: pokróc, öltöztet, öltözteti, öltöztetni, öltöztetem, felöltöztetem