Rendhagyó στα ελληνικά
Μετάφραση: rendhagyó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανώμαλο, ανώμαλος, ανώμαλη, ανώμαλων, ανώμαλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- evolúció στα ελληνικά - εξέλιξη, εξέλιξης, την εξέλιξη, έκλυση, εξελίξεις
- felvágás στα ελληνικά - αλαζονικό παραλήρημα, κομπάζω, στόμφος, αλαζονικό, κομπάζει
- katonaság στα ελληνικά - στρατιωτικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής
- kronologikus στα ελληνικά - χρονολογικός, χρονολογικές, χρονολογική
Τυχαίες λέξεις
Rendhagyó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανώμαλο, ανώμαλος, ανώμαλη, ανώμαλων, ανώμαλες
Μεταφράσεις: ανώμαλο, ανώμαλος, ανώμαλη, ανώμαλων, ανώμαλες