Sólyomcsalogató στα ελληνικά
Μετάφραση: sólyomcsalogató, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δελεάζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bemaródás στα ελληνικά - αυλάκι, κατάσχεση, την κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη
- hitves στα ελληνικά - σύζυγος, γυναίκα, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα
- kialudt στα ελληνικά - εκλείψει, εξαφανιστεί, εξαφανισμένο, εξαφανίστηκαν, εξαφάνιση
- nehezen στα ελληνικά - δύσκολος, σκληρός, σκληρά, σκληρό, σκληρού, σκληρή
Τυχαίες λέξεις
Sólyomcsalogató στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δελεάζω
Μεταφράσεις: δελεάζω