Skála στα ελληνικά

Μετάφραση: skála, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λέπι, κλίμακα, κλιμάκωση, κλίμακας, μέγεθος, ζυγαριά
Skála στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • csupa στα ελληνικά - όλα, όλες, όλος, γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, ...
  • kísérleti στα ελληνικά - πιλότος, πιλοτάρω, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
  • lét στα ελληνικά - ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι
  • oldalági στα ελληνικά - εγγύηση, ασφάλειας, ασφάλεια, ασφαλειών, εξασφαλίσεων
Τυχαίες λέξεις
Skála στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λέπι, κλίμακα, κλιμάκωση, κλίμακας, μέγεθος, ζυγαριά