Λέξη: κάτοικος

Σχετικές λέξεις: κάτοικος

κάτοικος εξωτερικού εφορία, κάτοικοσ πατρών, κάτοικος εξωτερικού κλειδάριθμος, κάτοικος εξωτερικού, κάτοικος της κω, κάτοικος εξωτερικού φορολογία 2013, κάτοικος εξωτερικού στρατιωτική θητεία, κάτοικος εξωτερικού φορολογία 2014, κάτοικος πάρου, κάτοικος εξωτερικού δικαιολογητικά

Συνώνυμα: κάτοικος

πολίτης, υπήκοος, ένοικος, κατοικών, διπλωματικός αντιπρόσωπος, διαμένων

Μεταφράσεις: κάτοικος

κάτοικος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
denizen, inhabitant, resident, dweller, a resident, resident of

κάτοικος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vecino, habitante, residente, residentes, residente de, residencia, residente en

κάτοικος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einwohner, einwohnerin, bewohner, bewohnerin, ortsansässige, stammgast, anwohner, ortsansässiger, Bewohner, resident, wohnhaft, ansässig, Wohnsitz

κάτοικος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
habitant, utilisateur, riverain, résident, usager, pensionnaire, occupant, résidant, résidents, résidente, réside

κάτοικος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abitante, residente, residenti, residenza, risiede, risiedono

κάτοικος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
morador, residir, habitantes, habitante, habitar, residente, residentes, residência, residente de

κάτοικος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inwoner, ingezetene, bewoner, woonachtig, ingezeten, inwoner is

κάτοικος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жилец, проживающий, обыватель, жительница, лицо, житель, обитатель, резидент, резидентом, резидентов

κάτοικος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beboer, innbygger, bosatt, resident, boende, person bosatt, hørende

κάτοικος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
invånare, bosatt, hemvist, bosatta, med hemvist, är bosatta

κάτοικος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asukki, asukas, asuva, asuvat, asuu, kotipaikka

κάτοικος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
borger, indbygger, beboer, hjemmehørende, resident, bosiddende, bopæl, bosat

κάτοικος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rezident, uživatel, usedlý, bydlící, obyvatel, bydliště, rezidentem, rezidentní

κάτοικος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naleciałość, mieszkający, obywatel, użytkownik, rezydent, rezydentny, mieszkaniec, właściciel, zamieszkania, rezydentem, miejsce zamieszkania, zamieszkuje

κάτοικος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lakos, helytartó, tartózkodó, lakó, rezidens, lakóhellyel, belföldi illetőségű

κάτοικος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sakin, yerli, oturan, yerleşik, ikamet, mukimi

κάτοικος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
резиденція, поглинати, мешканець, резидент

κάτοικος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
banor, rezident, rezidente, banor i, banori

κάτοικος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жител, резидент, местно лице, пребивава, пребивават, пребиваващ

κάτοικος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэзідэнт, з'яўляецца рэзiдэнтам

κάτοικος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asukas, resident, residendist, elukoht, residentidest, elanik

κάτοικος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stanovnik, rezident, prebivalište, boravište, prebivalištem

κάτοικος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
búsettur, íbúi, búandi, heimilisfastur, heimilisfast, búsetu, búsettir

κάτοικος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
incola

κάτοικος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyventojas, gyvena, rezidentas, rezidentė, gyvenamoji

κάτοικος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iedzīvotājs, īrnieks, rezidents, dzīvesvieta, rezidenti, rezidentu

κάτοικος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жител, резидент, резидентот, престој, жител на

κάτοικος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
locuitor, rezident, reședința, rezidentă, rezidente, rezidenți

κάτοικος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rezident, prebivališče, prebiva, stalno prebivališče, prebivajo

κάτοικος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rezidentní, rezident, rezidentom, rezidenta, rezidentovi, obyvateľ

Στατιστικά δημοτικότητας: κάτοικος

Τυχαίες λέξεις