Stagnáló στα ελληνικά

Μετάφραση: stagnáló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιμνάζων, στάσιμος, στάσιμη, στάσιμο, στάσιμα, στάσιμες
Stagnáló στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bizalmatlanság στα ελληνικά - δυσπιστία, δυσπιστίας, έλλειψη εμπιστοσύνης, τη δυσπιστία, καχυποψία
  • eminencia στα ελληνικά - υπεροχή, Σεβασμιώτατος, Σεβασμιώτατο, Ο Σεβασμιώτατος, ύψωμα
  • licitálás στα ελληνικά - απόπειρα, προσπάθεια, Υποβολή προσφορών, Προσφοράς, Προσφορών, Η προσφορά, Διαγωνισμού
  • magatartás στα ελληνικά - φέρσιμο, συμπεριφορά, διαγωγή, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, της συμπεριφοράς
Τυχαίες λέξεις
Stagnáló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιμνάζων, στάσιμος, στάσιμη, στάσιμο, στάσιμα, στάσιμες